- μπιζού
- τοκόσμημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bijou < βρετον. bizou «κρίκος, δαχτυλίδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιζού — το άκλ. (λ. γαλλ.), το κόσμημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπιζουτιέρα — η θήκη για κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιζού + κατάλ. ιέρα (πρβλ. σουπ ιέρα, φρουτ ιέρα)] … Dictionary of Greek
Βαλέρ, Μαξ — (Max Waller, 1860 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου γαλλόφωνου ποιητή Μορίς Βαρλομόν. Υπήρξε διευθυντής της επιθεώρησης La jeune Belgique (Το νεαρό Βέλγιο), που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην αναγέννηση των βελγικών γραμμάτων τον 19o αι. Μετά… … Dictionary of Greek
φομπιζού, το — και φο μπιζού, το άκλ. (λ. γαλλ.), ψεύτικο κόσμημα, από ύλη φτηνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)